Ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να κοιμούνται λίγες μόνο ώρες και, παρόλα αυτά, να είναι φρέσκοι-φρέσκοι την επόμενη μέρα, ενώ άλλοι δεν μπορούν να… πάρουν τα πόδια τους ακόμα και με την παραμικρή έλλειψη ύπνου. Τώρα, μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα έρχεται να ρίξει φως σε αυτή την ανισότητα, ανακαλύπτοντας ότι η αντοχή στην αϋπνία είναι (και) θέμα κατάλληλων γονιδίων. Οι ερευνητές του εργαστηρίου ύπνου της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, υπό την καθηγήτρια ψυχιατρικής Νάμνι Γκοέλ, που παρουσίασαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό νευρολογίας “Neurology”, σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ» και το Live Science, μελέτησαν 110 υγιείς ενηλίκους για να βρουν για ποιο λόγο οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους αναφορικά με το πόσο ύπνο χρειάζονται.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όσοι άνθρωποι διαθέτουν μια συγκεκριμένη γενετική παραλλαγή (γνωστή ως DQB1*0602), αν δεν έχουν κοιμηθεί καλά το βράδυ, την επόμενη μέρα είναι πιο νυσταγμένοι και αισθάνονται πιο κουρασμένοι, ενώ επίσης έχουν περάσει λιγότερη ώρα στη λεγόμενη «βαθιά» φάση του ύπνου, σε σχέση με όσους δεν έχουν στο DNA τους αυτή την παραλλαγή γονιδίου. Το συγκεκριμένο γονίδιο συναντάται στους περισσότερους ανθρώπους με τη διαταραχή της ναρκοληψίας, κατά την οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρατήσουν τα βλέφαρά τους ανοιχτά στη διάρκεια της μέρας.
Περίπου το 12% έως 38% όσων έχουν αυτό το γονίδιο, δεν πάσχουν από ναρκοληψία, όμως αυτοί οι κατά τα άλλα υγιείς άνθρωποι φαίνεται να επηρεάζονται αναλογικά περισσότερο από την έλλειψη ύπνου σε σχέση με τους υπόλοιπους, συμπεριφερόμενοι λίγο-πολύ σαν ναρκοληπτικοί. Περισσότερες έρευνες πάντως, όπως είπε η Γκοέλ, θα χρειαστούν για να επιβεβαιώσουν τα συμπεράσματά της, ώστε παράλληλα να ανακαλυφθούν και άλλα γονίδια που πιθανώς εμπλέκονται στην ικανότητας αντίδρασης του ανθρώπου στην έλλειψη ύπνου.
Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Μπιλ Κλίντον, μεταξύ άλλων διάσημων, τα έβγαζαν πέρα με τα απαιτητικά καθήκοντα της μέρας, μόνο με πέντε ή έξι ώρες ύπνο. Για το Ναπολέοντα, τον Μιχαήλ Άγγελο και την Μαντόνα λέγεται ότι τέσσερις ώρες ήσαν - ή είναι- αρκετές.
Οι μελετητές του ύπνου έχουν χωρίσει τους ανθρώπους σε διάφορους τύπους ανάλογα με τις συνήθειές τους. Έτσι, για παράδειγμα, οι «κουκουβάγιες» είναι πιο δραστήριοι και «ξύπνιοι» τα απογεύματα, ενώ οι «κόκορες» ξυπνούν από τα χαράματα. Είναι επίσης γνωστό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όσο γερνούν, τόσο κάνουν πιο ανήσυχο ύπνο και πιο διακεκομμένο, αν και στην ουσία χρειάζονται τόσο ύπνο όσο και οι νέοι.