Οι γυναίκες είναι δύο φορές πιο ευάλωτες στο στρες σε σχέση με τους άνδρες, καθώς έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε μια ορμονική ουσία που παράγεται σε περίοδο άγχους, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, στην οποία συμμετείχαν ελληνικής καταγωγής επιστήμονες. Οι ερευνητές, υπό τη νευροεπιστήμονα δρα Ρίτα Βαλεντίνο του Νοσοκομείου Παίδων της Φιλαδέλφεια, με τη συμμετοχή των Ειρήνης Παραστατίδη και Χάρη Ισχυρόπουλου από το ίδιο νοσοκομείο, πιστεύουν ότι η μελέτη τους παρέχει μια βιολογική εξήγηση γιατί οι γυναίκες είναι πιθανότερο να υποφέρουν από κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές σε σχέση με τους άνδρες.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό μοριακής ψυχιατρικής "Molecular Psychiatry", σύμφωνα με τη βρετανική "Τέλεγκραφ", βασίστηκε σε έρευνες σε πειραματόζωα (αρουραίους), αλλά οι ερευνητές θεωρούν ότι τα πορίσματά τους έχουν ισχύ γενικότερα για τα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, αν και κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί, όπως είπαν, με νέες έρευνες αποκλειστικά σε ανθρώπους.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι θηλυκοί εγκέφαλοι είναι πιο ευαίσθητοι ακόμα και στα πολύ χαμηλά επίπεδα της ορμόνης CRF (παράγων απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης), που εκκρίνεται στις στιγμές του άγχους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης, μετα-τραυματικού στρες και άλλων αγχωτικών διαταραχών σε σχέση με τους άνδρες, αλλά κανείς επιστήμων ως τώρα δεν έχει καταφέρει να ερμηνεύσει πειστικά το φαινόμενο.
Η νέα μελέτη υποχρέωσε τα πειραματόζωα να κολυμπήσουν, κάτι που τους αύξησε το στρες και, όπως διαπιστώθηκε, οι νευρώνες στον εγκέφαλο των θηλυκών υπήρξαν πολύ πιο ευαίσθητοι στην αύξηση της ορμόνης CRF.
Τα αρσενικά εξάλλου διαπιστώθηκε ότι μπορούσαν να προσαρμοστούν καλύτερα στην αγχωτική κατάσταση που υποβλήθηκαν, με το να είναι λιγότερο ευαίσθητα στην αύξηση της συγκεκριμένης ορμόνης και κατάφερναν έτσι να είναι λιγότερο ευάλωτα στο άγχος που προκαλούν οι αλλαγές στο περιβάλλον.
Σύμφωνα με τη Βαλεντίνο, υπάρχουν και άλλοι μηχανισμοί που παίζουν επίσης ρόλο στις αγχωτικές αντιδράσεις των ανθρώπων, όμως έχει επιβεβαιωθεί ότι η ρύθμιση της ορμόνης CRF εμφανίζει διαταραχή στα άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα.