Ποιες ημέρες υπολογίζονται στην άδεια Στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες (παρ1,3, του άρθρ.2 του Α.Ν. 539/45). Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.
Ετήσια Άδεια
Τα θέματα χορήγησης ετήσιας άδειας με αποδοχές στους μισθωτούς ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, όπως αυτός ισχύει σήμερα μετά τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί με το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 και το άρθρο 1 Ν. 3302/2004. Ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων επαναφέρεται το ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με τις τελευταίες ρυθμίσεις του άρθρο 1 Ν. 3302/2004, ενώ έχει ήδη κατοχυρωθεί το δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας από τον πρώτο μήνα απασχόλησης των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν. 3144/2003.
Ειδικότερα, µε τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόµενοι οι οποίοι συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριµένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόµενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούµενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιµων ηµερών επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συµπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ηµερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
Η διάταξη του άρ. 1 του Ν.3302/2004, όπως και αυτή του άρ. 6 του Ν.3144/2003, αναφέρει ρητώς ότι η ετήσια άδεια µε αποδοχές, καθώς και το επίδοµα αδείας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κείμενων διατάξεων που αφορούν το µηχανισµό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόµατος αδείας. Υπενθυµίζεται ότι, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρ. 3 του Ν. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νοµολογία, σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αµέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόµενος εντός του ηµερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας µε προσαύξηση 100%, όχι όμως και του επιδόματος αδείας.
Άδεια για το 1ο Ημερολογιακό Έτος
Με τη νέα παράγραφο 1β του Α.Ν.539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ηµερολογιακό έτος-εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεµβρίου αναλογία – ποσοστό των ηµερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήµατος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 (επί πενθηµέρου) και των 24 (επί εξαηµέρου) ηµερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεµβρίου του ηµερολογιακού έτους πρόσληψης ακόµη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόµενους (άρ.4 του Α.Ν.539/1945, όπως τροποποιήθηκε µε την παρ.15 του άρ.3 του Ν.4504/1966).
Άδεια για το 2ο Ημερολογιακό Έτος
Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τµηµατικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ηµερολογιακό έτος, µε βάση τις 20 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 24 ηµέρες επί εξαηµέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σηµείο συµπληρώσεως 12 µηνών από την ηµεροµηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιµη ηµέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεµβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθηµέρου και 25 επί εξαηµέρου, εργάσιµων ηµερών.
Άδεια για το 3ο Ημερολογιακό Έτος
Κατά το τρίτο ηµερολογιακό έτος, καθώς και τα επόµενα, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σηµείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 26 επί εξαηµέρου, εάν έχουν συµπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ηµερολογιακού έτους.
Άδεια ωρομισθίων μισθωτών
Αν οι ωρομίσθιοι έχουν κανονική καθημερινή απασχόληση, δικαιούνται άδεια όπως όλοι οι μισθωτοί. Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας θα εξευρεθούν με βάση τον μέσο (ημερήσιο) όρο των αμοιβών που έλαβαν μέσα στο χρονικό διάστημα από της προσλήψεώς τους ή της λήξεως της προηγουμένης αδείας τους μέχρι της ενάρξεως της νέας αδείας (άρθρο 5 της από 26.1.77 ΕΓΣΣΕ). Ο μέσος ημερήσιος όρος εξευρίσκεται με τη διαίρεση των συνολικών αποδοχών που ο κάθε μισθωτός έλαβε μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα, δια του συνολικού αριθμού των ημερών που περιλαμβάνονται στο διάστημα αυτό και κατά τις οποίες ο μισθωτός εργάσθηκε ή διατήρησε αξίωση για τις αποδοχές του.
Χρόνος χορήγησης της άδειας
Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών σύμφωνα με το άρθρο 4 του α.ν.539/45, καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λάβουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου μέχρι 30 Σεμπτεμβρίου.Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο που διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα.
Μεταφορά Αδείας
Απαγορεύεται η μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος, έστω και αν ακόμα έχει γίνει συμφωνία εργαζομένου εργοδότη.