Μεταξύ αυτών ανέφεραν την ιδιαίτερα προβεβλημένη από τα MME περίπτωση του βρέφους από την πολιτεία Μισισίπι. Το κοριτσάκι που μολύνθηκε από τον ιό ενώ ήταν στην κοιλιά της μητέρας του υποβλήθηκε σε θεραπεία με κοκτέιλ τριών φαρμάκων από την 30η ώρα της ζωής του και επί 18 μήνες. Μετά οι γιατροί το έχασαν για 10 μήνες, όταν η μητέρα του το πήρε και εξαφανίστηκε.
Σήμερα, 15 μήνες μετά το τέλος της τριπλής της θεραπείας, η μικρούλα εξακολουθεί να μην έχει κανένα ίχνος του ιού στο αίμα.
Άλλη περίπτωση που αναφέρθηκε, αυτή δύο οροθετικών ανδρών που δεν λαμβάνουν πλέον αντιρετροϊκή αγωγή μετά τη μεταμόσχευση μυελού των οστών στην οποία υποβλήθηκαν γιατί εκδήλωσαν λέμφωμα, ένα είδος λευχαιμίας. Μετά τη μεταμόσχευση οι δύο άνδρες δεν παρουσιάζουν πλέον κανένα ίχνος του ιού, αντιστοίχως ο ένας 15 εβδομάδες και ο άλλος επτά εβδομάδες μετά τη διακοπή της αντιρετροϊκής αγωγής.
Τα ενθαρρυντικά αυτά στοιχεία δεν σημαίνουν ωστόσο ότι ένα θαυματουργό φάρμακο είναι προ των πυλών, προειδοποίησαν οι επιστήμονες, οι οποίοι ωστόσο άφησαν να διαφανεί η πιθανότητα πλήρους εξαφάνισης του ιού στους ασθενείς -- ένας ακόμη αδιανόητος στόχος πριν από μερικά χρόνια-- ή τουλάχιστον ενός διαρκούς ελέγχου της νόσου, μιας «λειτουργική ύφεσης» όπως επίσης ονομάζεται, με τον ασθενή να μην έχει ανάγκη πλέον την καθημερινή δόση της αντιρετροϊκής αγωγής.
«Ακόμη δεν μπορούμε να μιλάμε για θεραπευτική αγωγή», τόνισε ο Τίμοθι Χένριτς της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και του Brigham and Women's Hospital στις ΗΠΑ που μετέχει στη μελέτη για τις μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών.
«Ενώ είναι πολύ νωρίς να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ιός εξαφανίστηκε από τον οργανισμό τους, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αν οι δύο ασθενείς μπορούν να ζουν χωρίς να έχει ανιχνευτεί ο ιός επί τουλάχιστον ένα χρόνο ή και ενάμισι μετά τη διακοπή της αγωγής, τότε οι κίνδυνοι μιας επανόδου του ιού είναι πολύ μικροί».
Η θεραπεία με βλαστοκύτταρα δεν θεωρείται βιώσιμη επιλογή για διαδεδομένη χρήση καθώς είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Ωστόσο οι περιπτώσεις αυτές ανοίγουν νέους δρόμους για την καταπολέμηση της νόσου που έχει προσβάλει 34 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και αποτελεί αιτία θανάτου για 1,8 εκατομμύριο ασθενείς ετησίως.
Οι αντιρετροϊκές αγωγές που εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 βελτιώθηκαν σταδιακά αλλά εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο πρέπει επί του παρόντος να τις λαμβάνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Καθώς ο ιός διατηρείται στις «ιικές δεξαμενές», μπορεί να επανεμφανιστεί πολύ γρήγορα, μόλις η αγωγή διακοπεί.
Για την Ντέμπορα Πέρσο, επικεφαλής της μελέτης για το βρέφος στο Μισισίπι, η πρόωρη έναρξη της χορήγησης αγωγής στα νεογέννητα συνιστά πιθανώς το καλύτερο μέσο ώστε να αποτραπεί η εγκατάσταση του HIV στις δεξαμενές του ιού.
Η μοναδική πλήρης θεραπεία που έχει επίσημα αναγνωριστεί μέχρι σήμερα είναι του Αμερικανού Τίμοθι Ρέι Μπράουν, του αποκαλούμενου «ασθενή του Βερολίνου». Ο Μπράουν υποβλήθηκε σε θεραπεία για λευχαιμία από ομάδα γερμανών γιατρών το 2007. Θεραπεύτηκε μετά τη μεταμόσχευση μυελού των οστών από δότη που παρουσίαζε μια σπάνια γενετική μετάλλαξη, γνωστή ως CCR5 delta 32, η οποία εμποδίζει τον ιό HIV να εισχωρήσει στα κύτταρα.
Κανένας από τους δύο ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση στη Βοστόνη δεν έλαβαν κύτταρα με τη μετάλλαξη αυτή αλλά και οι δύο συνέχισαν την αντιρετροϊκή θεραπεία έως τα μεταμοσχευμένα κύτταρα να εμφυτευτούν καλά στον οργανισμό τους, πρόσθεσε ο Χένριτς.
Γάλλοι επιστήμονες παρουσίασαν επίσης δύο μελέτες στην Κουάλα Λουμπούρ, την ANRS Optiprim και τη Visconti, υπογραμμίζοντας τη σημασία της πρόωρης έναρξης θεραπείας για τον έλεγχο της λοίμωξης από τον ιό HIV.
«Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική μείωση των δεξαμενών του ιού στις δύο αυτές μελέτες, δεν αποκλείεται μια λειτουργική ύφεση, δηλαδή ένας παρατεταμένος έλεγχος της λοίμωξης χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται για πάντα η αντιρετροϊκή αγωγή από τους ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε πρόωρα», τόνισε ο Ζαν-Φρανσουά Ντελφρεσί, διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Ερευνών για το AIDS και τις ιογενείς ηπατίτιδες (ARNS) της Γαλλίας.
Οι δύο αυτές μελέτες επιβεβαιώνουν το βάσιμο των νέων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που προτείνει στο εξής την έναρξη της αντιρετροϊκής αγωγής σε κάθε άτομο που ζει με τον ιό HIV όταν ο αριθμός του των λεμφοκυττάρων CD4 είναι χαμηλότερος ή ίσος με 500/mm3 αίματος, έναντι 350/mm3 που ίσχυε παλαιότερα.