Η ρύπανση του αέρα και η ανθρώπινη δυστυχία μπορεί να φαίνονται άσχετα πράγματα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα όμως βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, που ανέλυσε στοιχεία από 14 ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσο αυξάνεται η ρύπανση της ατμόσφαιρας, τόσο μεγαλώνει η δυσαρέσκεια και η δυστυχία των πολιτών. Ενώ ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή όσο πιο δυστυχείς νιώθουν οι άνθρωποι μιας χώρας ή περιοχής, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ρύπανση του αέρα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία για την ανά κεφαλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, που θεωρείται αντιπροσωπευτική για το γενικότερο επίπεδο ρύπανσης του αέρα σε μια χώρα, καθώς πηγάζει από την καύση των ορυκτών καυσίμων. Μετά συσχέτισαν αυτά τα στοιχεία με το επίπεδο ευτυχίας των πολιτών, όπως αυτό προκύπτει από τις σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης με ερωτηματολόγια.
Οι χώρες που μελετήθηκαν, ήταν: Ελλάδα, Βέλγιο, Βρετανία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Ρωσία.
Η μελέτη έδειξε την ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στη ρύπανση και στην ψυχική διάθεση των πολιτών, αν και δεν εξηγεί μέσω ποιού μηχανισμού προκύπτει αυτή η αλληλεπίδραση.
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες δημόσιες Αρχές, ώστε να μειωθεί η ρύπανση, αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις γενικότερα στην ψυχική διάθεση και στην ικανοποίηση των ανθρώπων.
«Ο καθαρότερος αέρας θα ανυψώσει το επίπεδο ευτυχίας των πολιτών στην Ευρώπη και, όπως υποψιαζόμαστε και στις άλλες χώρες του κόσμου» ανέφεραν οι Καναδοί ερευνητές.
Από την άλλη, όπως επισημαίνουν, η λήψη μέτρων από τις κυβερνήσεις, τα οποία θα βελτιώνουν την καθημερινή ζωή και ικανοποίηση των πολιτών, μπορούν, με τη σειρά τους, να οδηγήσουν στη μείωση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας.
Ως τέτοια μέτρα ενδεικτικά αναφέρουν την παροχή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, την ύπαρξη «διχτυών» κοινωνικής ασφάλειας κατά της φτώχειας, την μείωση του εργασιακού στρες και των εισοδηματικών ανισοτήτων, την ύπαρξη ίσων ευκαιριών για όλους, την μείωση της διαφθοράς, την καλύτερη ποιότητα διακυβέρνησης, την πιο αποτελεσματική προώθηση της ισότητας των δύο φύλων και της γενικότερης κοινωνικής ανεκτικότητας, καθώς και τη διεύρυνση των οικονομικών μια πολιτικών ελευθεριών.