Η φοβία είναι ένας υπερβολικός και επανερχόμενος φόβος, ο οποίος είναι ανεξήγητος, ακόμη και για το ίδιο το θύμα. Είναι μια φοβική αντίδραση δυσανάλογη προς την αιτία που την προκαλεί. Οι πιο γνωστές φοβίες είναι η κλειστοφοβία (φόβος για τους κλειστούς-περιορισμένους χώρους), η αγοραφοβία (φόβος για τους ανοικτούς χώρους και το πλήθος), η ακροφοβία (φόβος για τα ύψη) και η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα). Έχουν καταγραφεί κάπου 200 είδη φοβίας.
Πολλοί από τους φόβους τείνουν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο και οφείλονται σε έναν γενικό παράγοντα φόβου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ορισμένα άτομα εκδηλώνουν μια από τις εξής δύο ευρείες κατηγορίες φοβίας: είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους αποχωρισμού είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους για τραυματισμό, για κτυπήματα ή για πόνο. Oι φοβίες μπορεί να είναι και εξαιρετικά ειδικές, να εμφανίζονται μεμονωμένα στο άτομο. Είναι οι λεγόμενες μονοσυμπτωματικές φοβίες.
Η πρώτη εμφάνιση μιας φοβίας μπορεί να είναι δραματικά ξαφνική, δηλαδή να αρχίσει με μια ψυχοκατακλυσμιαία εμπειρία άγχους ή μπορεί να εξελιχθεί σταδιακά. Σε μερικές περιπτώσεις, υπάρχει η «τραυλίζουσα» μορφή εμφάνισης της φοβίας, δηλαδή η φοβία προαναγγέλλεται από μεμονωμένες κρίσεις πανικού ή από πολύ περιορισμένα, βραχείας διάρκειας, επεισόδια άγχους. Συνήθως, υπάρχει μια διακύμανση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ανάλογα με τις εντάσεις στο περιβάλλον του ατόμου.
Οι ψυχαναλυτές θεωρούν τις φοβίες ως την ορατή όψη ασυνείδητων ενδοψυχικών αιτίων ή και συγκρούσεων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το άτομο με φοβία αυτό που πραγματικά φοβάται είναι να ενδώσει στον πειρασμό να εκφράζει βαθιά ριζωμένες, ασύνειδες, επιθυμίες. Αυτές οι επιθυμίες είναι ενστικτώδεις-πρωτόγονες και απαγορευμένες. Οι φοβίες συχνά αναπτύσσονται για να προστατεύουν το άτομο από καταστάσεις, στις οποίες διεγείρονται οι καταπιεσμένες επιθετικές ή ερωτικές ορμές. Δεν θέλει να ενδώσει σε αυτές και μεταθέτει ή μεταβιβάζει το άγχος που του προκαλούν σε κάποιο συναπτόμενο-ουδέτερο αντικείμενο, όπως τα φίδια, οι αράχνες, το νερό ή το σκοτάδι. Ένα άτομο με ασυνείδητες ή ελάχιστα συνειδητοποιημένες τάσεις αυτοκτονίας μπορεί ίσως να αναπτύξει μια φοβική αποφυγή για τα αιχμηρά μαχαίρια ή άλλα «δολοφονικά» αντικείμενα. Ένα αυστηρά πουριτανικό άτομο μπορεί να αναπτύξει συφιλιδοφοβία (φόβο μήπως κολλήσει σύφιλη) ή υποχονδρία - προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του από τον πειρασμό της ερωτικής ηδονής ή ματαίωσης.
Η επιδίωξη του τέλειου εκ μέρους των γονέων μπορεί επίσης να προκαλέσει φόβους στα παιδιά. Ο γονέας που δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με την απόδοση του παιδιού του, που θέτει στόχους υψηλότερους από τις πραγματικές δυνατότητες του παιδιού, δημιουργεί ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ένα παιδί επιρρεπές στο συναίσθημα του φόβου μήπως τους απογοητεύσει όλους.
Οι υπερ-ανεκτικοί γονείς, επίσης, έχουν κατά κανόνα αγχώδη παιδιά. Φαίνεται ότι τα παιδιά, για να νιώθουν ασφαλή, χρειάζονται σαφή όρια, τα οποία οι ενήλικοι θα πρέπει να καθορίσουν και να ζητήσουν από το παιδί να τα τηρήσει. Χωρίς αυτά το παιδί δεν είναι βέβαιο για τα σύνορα της ελευθερίας δράσης του Μια έντονη αρχική φοβική αντίδραση μπορεί να γίνει περισσότερο σοβαρή, ακόμη κι αν τα γεγονότα που προκαλούν φόβο δεν επαναλαμβάνονται. Το φαινόμενο της αυτοανάπτυξης του φόβου καλείται «επώαση του άγχους». Οι μέθοδοι, που αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των φοβιών, συνίστανται στα παρακάτω:
Η ανάπτυξη τεχνικών με τις οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φοβικά αντικείμενα (π.χ. η ύπαρξη φακού στην τσάντα κάποιου που φοβάται το σκοτάδι),
Η σταδιακή αλληλεπίδραση με το φοβικό αντικείμενο
Η συστηματική απευαισθητοποίηση, δηλαδή η επαφή με τη φοβική κατάσταση υπό καθεστώς πλήρους χαλάρωσης
Η αναφορά σε παραδείγματα θαρραλέας αντιμετώπισης του φοβικού αντικειμένου. Οι μέθοδοι, που διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικά άχρηστες και αναποτελεσματικές, είναι:
Η αγνόηση των φόβων,
Η δια της βίας επαφή με το φοβικό αντικείμενο
Η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου
Η χορήγηση ηρεμιστικών