Οι άνθρωποι που πενθούν ένα δικό τους πρόσωπο που έχασαν πρόσφατα, όπως ένα σύζυγο ή ένα παιδί, έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν μεταβολές στον ρυθμό της καρδιάς τους και ταχυκαρδίες, που μπορεί να τους κάνουν πιο ευάλωτους σε καρδιακά προβλήματα κατά το επόμενο εξάμηνο μετά την απώλεια, σύμφωνα με μια νέα αυστραλιανή επιστημονική μελέτη. Οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, υπό τον δρα Τόμας Μπάκλεϊ, που παρουσίασαν την σχετική έρευνα σε αμερικανικό καρδιολογικό συνέδριο, σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερ, μελέτησαν τις περιπτώσεις 78 πενθούντων συζύγων και γονέων. Διαπίστωσαν ότι οι καρδιές αυτών των ανθρώπων, λόγω του ψυχικού τραύματος της απώλειας, χτυπούν πιο γρήγορα κατά μέσο όρο σε σχέση με τους μη πενθούντες και εμφανίζουν περισσότερες χρονικές περιόδους πολύ γρήγορου καρδιακού ρυθμού.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το πένθος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για έμφραγμα και εγκεφαλικό κατά τους μήνες αμέσως μετά την απώλεια του προσφιλούς προσώπου.
Οι αυστραλιανοί ερευνητές ζήτησαν από τους εθελοντές, κάποιος στενός συγγενής των οποίων είχε πεθάνει πριν από δύο εβδομάδες, να φορούν συσκευές παρακολούθησης των παλμών της καρδιάς καθ’ όλο το 24ωρο και βρήκαν ότι στους πενθούντες ο μέσος ρυθμός των παλμών ήταν 75 ανά λεπτό έναντι 70,7 στους υπόλοιπους ανθρώπους που δεν είχαν πρόσφατα βιώσει κάποια απώλεια.
Επιπλέον οι πενθούντες είχαν σχεδόν διπλάσιο -σε σχέση με τον φυσιολογικό- αριθμό περιόδων ταχυκαρδίας (2,23 επεισόδια τις πρώτες εβδομάδες μετά τον θάνατο έναντι 1,23 επεισόδια συνήθως), μια κατάσταση που συνήθως προκαλείται από το άγχος. Σε ανθρώπους με προϋπάρχοντα προβλήματα καρδιάς, αυτό θα μπορούσε να «πυροδοτήσει» ένα έμφραγμα ή άλλο θανατηφόρο καρδιακό πρόβλημα, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
«Ενώ την περίοδο του πένθους φυσιολογικά η προσοχή στρέφεται στον άνθρωπο που πέθανε, η υγεία των πενθούντων πρέπει επίσης να αποτελεί παράγοντα ανησυχίας», δήλωσε ο Μπάκλεϊ, ο οποίος συνέστησε σε όσους ιδίως είχαν εκ των προτέρων κάποια προβλήματα με την καρδιά τους, να επισκεφτούν κάποιο γιατρό κατά την περίοδο του πένθους τους, για να εξεταστούν σχετικά με τα καρδιακά συμπτώματά τους, καθώς πρόκειται για μια περίοδο αυξημένου κινδύνου.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι, κατά μέσο όρο, έξι μήνες μετά τον θάνατο του συγγενούς οι καρδιακοί παλμοί του πενθούντος είχαν επιστρέψει στο φυσιολογικό επίπεδό τους. Ο «δείκτης κατάθλιψης» ενός πενθούντος βρισκόταν, κατά μέσο όρο, στις 26,3 μονάδες, έναντι 6,1 ενός μη πενθούντος, και υποχωρούσε σημαντικά μετά το πρώτο εξάμηνο, όμως παρέμενε σχεδόν τριπλάσιος σε σχέση με όσους δεν πενθούν.