ΜαμαδοΠαραμύθι: "Τα γλυκά"
Του άρεσαν τόσο πολύ τα γλυκά. Αχ θεέ μου πόσο του άρεσαν, σιροπιαστά, του ταψιού, του ψυγείου, με σοκολάτα, με κρέμα, με γλάσο, γλειφιτζούρια, πάστες, τούρτες, όλα μα όλα! Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Φαινόταν στο πρόσωπό του, γλυκά στρουμπουλά ροζουλί μαγουλάκια από αυτά που δεν χορταίνεις να ζουπάς, να φιλάς και να δαγκώνεις! Ούτε στα δύσκολα μπόρεσε να αντισταθεί. Η οδοντίατρος ήταν ξεκάθαρη : «Aν δεν σταματήσεις να τρως έτσι, το στόμα σου θα γεμίσει σφραγίσματα». Η μαμά άσκησε βέτο: «Τέρμα τα πολλά γλυκά δεν μπορεί τεσσάρων χρονών ζαμπονάκι να έχεις σφραγίσματα. Εμπιστέψου με, θα πλένουμε τα δοντάκια όταν τρως γλυκάκι και όλα θα πάνε μια χαρά». Μίλησε σε όλους, «Μην δίνετε πια στο παιδί γλυκά, δεν είναι επιβράβευση. Αν το αγαπάτε, παίξτε μαζί του, μιλήστε του, πείτε του ένα παραμύθι, αγοράστε του ένα βιβλίο». Έλα όμως που όλοι έκαναν το αντίθετο και το μικρούλι δεν μπορούσε να πει όχι! Και ο μπόμπιρας στογγύλευε και στρογγύλευε μέχρι που έγινε σαν μπάλα. Μια μέρα που λέτε, πήγαινε αγκομαχώντας ο μικρούλης χεράκι χεράκι με τη μαμά του στο σχολείο αλλά ξαφνικά, έτσι όπως είχε ιδρώσει η παλάμη του, της ξέφυγε και τσούλησε στην κατηφόρα σαν τόπι και από τότε ακόμη τον ψάχνουν! |
|
ΜαμαδοΠαραμύθι: "Αγαπάμε τα ζωάκια"
Όλοι συμφωνούσαν πως ήταν καλό παιδί. Η δασκάλα στον παιδικό σταθμό τον λάτρευε, οι φίλοι του το ίδιο. Ήταν πραγματικό μυστήριο λοιπόν το πώς ξαφνικά, άρχισε να συμπεριφέρεται έτσι! Μπορεί να σου φανεί απίστευτο αλλά... κλωτσούσε τα ζωάκια!!!! Το ξέρω, δεν με πιστεύεις, το βλέπω στα μάτια σου. Ούτε οι ίδιοι οι γονείς του το πίστευαν που τον έβλεπαν! «Μα αγάπη μου τι σου έφταιξε το ζωάκι», έλεγε η μαμά. «Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν σου έχω πει πως σεβόμαστε όλα τα πλασματάκια της φύσης; Ακόμη και τα λουλουδάκια... τι επειδή δεν έχουν ποδαράκια να φύγουν μακριά μας ή φωνούλα να φωνάξουν; Όλα γύρω μας αξίζουν το σεβασμό μας». Τίποτα ο μπόμπιρας... τα ίδια και χειρότερα. «Έλα αγγελέ μου» προσπαθούσε με τη σειρά του ο μπαμπάς. «Να, βλέπεις αυτό το μυρμηγκάκι; Ξέρεις πόσο φοβάται το καημένο; Στα ματάκια του φαντάζουμε γίγαντες! Αυτό είναι πολιτισμός ψυχή μου, να σέβεσαι το μικρότερο». Προσπαθούσαν και προσπαθούσαν οι γονείς του, έκαναν υπομονή και έλεγαν, που θα πάει, θα καταλάβει... Ήρθε το καλοκαιράκι και χρειάστηκε να φιλοξενήσουν για ένα μήνα στο σπίτι τους τη γάτα ενός γείτονα, τη Τζίντζερ. Το δύστυχο ζωάκι περιορίστηκε στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού γιατί ο μπόμπιρας δε φτάνει που του φερόταν άσχημα, το ζήλευε κιόλας. Ένα βράδυ που λες, έκανε φοβερή ζέστη και ο φίλος μας έτσι όπως είχε κουβαριαστεί στο σεντονάκι του... πάρτον κάτω απ' το κρεβάτι! Ανασηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια του και έκανε να ανέβει πάνω στο κρεβάτι του αλλά, το κρεβάτι του... ήταν τεράστιο! ΟΛΑ γύρω του ήταν τεράστια! «Μαμά... μπαμπά...» φώναξε με όλες τις δυνάμεις του αλλά η φωνούλα του ούτε που ακούστηκε. Έβαλε τα κλάματα. Μέσα στους λυγμούς του άκουσε βήματα. Δυο τεράστια φωτεινά μάτια πλησίαζαν προς το μέρος του! Πάγωσε στη θέση του. Ήταν η Τζίντζερ ΓΙΓΑΝΤΑΣ! Αμάν μανούλα μου σκέφτηκε, θα με κάνει μια χαψιά! Τον πλησίασε, τον μύρισε, τον έπιασε απαλά με τα δόντια της από τη φανέλα του, όπως πιάνουν οι γάτες τα μωρά τους και… τον ανέβασε στο κρεβάτι του! Κουλουριάστηκε γύρω του, ο μικρός μας έπαψε να φοβάται και... αποκοιμήθηκε. Το επόμενο πρωί οι γονείς τον βρήκαν αγκαλιά με τη γάτα. Όλα ήταν πάλι φυσιολογικά και κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά! |
| © Liberty
|