Σε γενικές γραμμές είναι έκδηλη η στροφή των Ελλήνων σε πιο εξατομικευμένους τρόπους ζωής: Λιγότεροι από τους μισούς (39,4%) συμμετέχουν σε συλλόγους, ομάδες, κοινωνικές εκδηλώσεις και οι περισσότεροι (33,4%) δηλώνουν ότι δεν έχουν χρόνο γι' αυτό, δεν θα αποκομίσουν κανένα όφελος (52,6%) ή δεν τους ενδιαφέρει τίποτα ιδιαίτερα (11,7%). Ταυτόχρονα, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη προς τους άλλους έχει αντικατασταθεί από την επιφυλακτικότητα (73,2%), με ορατό κίνδυνο να εξελιχθεί σε καχυποψία. Μόνο το 26,5% των νέων εμπιστεύεται πλέον τους συνανθρώπους του. Φαίνεται ότι η ανεπάρκεια του Κράτους να ασκήσει αποτελεσματικά το ρόλο του σε τομείς όπως η πάταξη της ανεργίας, η αξιοκρατία, η Πρόνοια, η Εκπαίδευση, η Υγεία, έχει ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτών, τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Ποιους λοιπόν, αφορούν τα κοινωνικά σχόλια. Οι σχέσεις των Ελλήνων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δίκτυα δεσμών (οι κοντινοί συγγενείς και οι φίλοι) και σε κοινωνικά δίκτυα γεφύρωσης (οι επαφές μας με άλλες κοινωνικές ομάδες). Το κουτσομπολιό που αναφέρεται στα πρώτα, ασκεί περισσότερο κοινωνικό έλεγχο και ο σχολιασμός των δεύτερων ισχυροποιεί δεσμούς μεταξύ απομακρυσμένων μελών μιας κοινότητας. Είναι πια πρόδηλο ότι στις μέρες μας οι δεσμοί αυτοί έχουν γίνει πιο αδύναμοι. Ο βίος εξατομικεύεται, οι μέριμνες αυξάνονται. Οι εκφάνσεις του κουτσομπολιού σκιαγραφούνται εάν αποτυπωθεί το κοινωνικό προφίλ του Έλληνα.
Από την έρευνα καταγραφής αξιών (Παπάνης Ε., 2006-2008, Πανεπιστήμιο Αιγαίου) διεφάνη ότι οι Έλληνες εμπιστεύονται μόνο όσους ανήκουν στον "κύκλο των δικών τους" ανθρώπων, ένα στενό οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο, που αποκλείει όποιον δεν είναι διαθέσιμος να βοηθήσει σε κάποια δεδομένη δύσκολη στιγμή. Τα περισσότερα άτομα δηλώνουν ότι έχουν 2-5 κοντινούς φίλους, με τα οποία ασχολούνται διαρκώς και τα σχολιάζουν (ένα 2,9% πιστεύει ότι δεν έχει απολύτως κανένα άνθρωπο που να θεωρεί φίλο του) προς τους οποίους θα ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ψυχολογική στήριξη (18,1%), οικονομική βοήθεια (6,8%) και ψυχολογική και οικονομική αρωγή ( 70,3%), άλλη βοήθεια (1,9%) ή και καμιά απολύτως βοήθεια (1,9%). Μάλιστα, οι νέοι στέκονται έμπρακτα δίπλα στα άτομα που εμπιστεύονται, αφού το 16,1% από αυτά έχει προσφύγει στους συμμετέχοντες στην έρευνα μία φορά κατά το τελευταίο έτος για κάποιο προσωπικό τους πρόβλημα, το 27% δύο φορές, το 12,8% τρεις φορές, το 9,7% τέσσερις, το 10,6% πέντε, ενώ ένα 10,1% δεν έχει απευθυνθεί καμιά φορά για κάποιο προσωπικό του θέμα.
Πάντως, το 53,1% των νέων επιλέγει φίλους του ίδιου κοινωνικού, οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου με αυτούς, το 26,1% υψηλότερου και μόνο το 14,3% χαμηλότερου. Η έννοια της γειτονιάς έχει απολέσει τη σημασία που είχε παλιότερα. Έτσι, 35,1% δεν θα εμπιστευόταν κάποιον γείτονα, το 29,7% είναι επιφυλακτικό απέναντί τους, αλλά ενδεχομένως να έδειχνε εμπιστοσύνη και το 34,8% εξακολουθεί να τους εμπιστεύεται. Η ανάλυση κατέδειξε ότι η γειτονιά διατηρεί ακόμα τη σημασία της στα χωριά, ενώ υποβαθμίζεται στις αστικές περιοχές. Το 15,4% όσων συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνει ότι νιώθει απομακρυσμένο από τους συνανθρώπους, το 52% παραμένει αδιάφορο και δηλώνει ότι δεν νιώθει ούτε κοντά ούτε μακριά τους, ενώ το 31.9% αντιστέκεται στην τάση και θεωρεί ότι παραμένει κοντά στο παραδοσιακό στερεότυπο του φιλικού και εξωστρεφούς Έλληνα.
Οι κοινωνικές διασυνδέσεις έχουν ευεργετικά αποτελέσματα σε θεμελιώδεις τομείς της ατομικής ζωής, δεδομένου ότι πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες γνώσης και την πρόσβαση σε αυτήν μέσω της συναναστροφής με άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και της οικειοποίησης του πολιτισμικού τους κεφαλαίου. Τα άτομα που διαθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο έχουν περισσότερες πιθανότητες να χαίρουν καλύτερης υγείας, στέγασης, να εργάζονται και να είναι ευτυχισμένα.
Σήμερα, όμως, οι πηγές του κουτσομπολιού έχουν διαφοροποιηθεί και οι αλλαγές σχετίζονται με την εξαφάνιση της γειτονιάς. Για αιώνες η γειτονιά αποτελούσε το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο σπίτι και την πόλη, την οικογένεια και την κοινωνία. Ήταν το δοκιμαστήριο όλων των κοινωνικών σχέσεων και ρόλων. Παρείχε συναισθηματική κάλυψη και ασφάλεια, επειδή ήταν στατική, μόνιμη και οικεία. Αντίθετα, σήμερα το σπίτι μέσω της τεχνολογίας, της τηλεόρασης και του τύπου μετατρέπεται σε αποδέκτη χιλιάδων πληροφοριών, το περιεχόμενο των ειδήσεων εξατομικεύεται, το διαδίκτυο μεταφέρεται στο κινητό, ενώ παράλληλα η γειτονιά γίνεται πολύπλοκη, χαοτική. Οι πολίτες μέσω των ΜΜΕ μοιράζονται ένα κοινό πολιτισμικό κεφάλαιο, συναντούν εικονικά και σχολιάζουν τους πρωταγωνιστές της τηλεόρασης, αισθάνονται οικειότητα με αυτούς και στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην προσωπική τους ζωή, όπως γινόταν παλιότερα στα πλαίσια της γειτονιάς.
Σήμερα το κουτσομπολιό μπορεί να περιστρέφεται γύρω από το ίδιο το κουτσομπολιό, ειδικά επειδή το επίπεδο της τηλεόρασης έχει τόσο πολύ εκπέσει, που σχεδόν ναρκισσιστικά οι συντελεστές των εκπομπών ανακυκλώνουν διαρκώς τα ίδια πρόσωπα, προβάλλουν την ακρότητα και την πρόκληση ως τρόπο διάκρισης και δίνουν πρότυπα συμπεριφοράς, που αποκλίνοντας από την καθημερινότητα, αξίζουν να σχολιαστούν. Τη στιγμή, που η έννοια της γειτονιάς χάνεται, τα reality έρχονται να την υποκαταστήσουν. Το κουτσομπολιό μας αρέσει γιατί δημιουργεί συμβολικούς δεσμούς ανάμεσα σε μας και τα πρόσωπα που απασχολούν την καθημερινότητα, τα κοινωνικά σχόλια παρέχουν αναγκαστικά πληροφορίες και είναι γνωστό ότι η γνώση ή η επίφαση γνώσης μας κάνει να νιώθουμε πιο ασφαλείς, μας δίνει την αίσθηση ότι μετέχουμε στο κοινωνικό γίγνεσθαι και δεν μας έχουν αφήσει πίσω οι εξελίξεις. Το κουτσομπολιό για τη σεξουαλική ζωή των διασήμων μας μετατρέπει σε συνενόχους, εγείρει σεξουαλικές φαντασιώσεις, μας δίνει τη δυνατότητα να παρατηρούμε από την κλειδαρότρυπα μιας κρεβατοκάμαρας, που δεν είναι η δική μας.